- ἀσέμνων
- ἄσεμνοςundignifiedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
ενδελεχίζω — ἐνδελεχίζω (AM) 1. επιμένω («ἐνδελεχίζω ἐν φιλοσοφίᾳ») 2. συναναστρέφομαι («μετὰ γυναικῶν καὶ μάλιστα ἀσέμνων οὐκ ἐνδελέχιζε») … Dictionary of Greek
φλύαξ — ακος, ο, ΝΜΑ (στην αρχαιότητα) στον πληθ. οι φλύακες λογοτεχνικό είδος σατιρικών και κωμικών, συνήθως άσεμνων, ασμάτων τών λαϊκών εορτών τών δωρικών κυρίως περιοχών, το οποίο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στον Τάραντα και στη Σικελία, παίρνοντας τη… … Dictionary of Greek